Άκου φασιστοανθρωπάκο…
«Είσαι άρρωστος, πολύ άρρωστος, ανθρωπάκο».
Τώρα σου φταίνε οι μετανάστες. Οι περιθωριοποιημένοι, οι απροστάτευτοι, οι κλοσάρ. Πίσω από αυτούς ψάχνεις να κρύψεις τη δική σου ένδεια και τη δική σου μισανθρωπιά.
Σου φταίνε οι φτωχοί μετανάστες φασιστοανθρωπάκο, όχι οι πλούσιοι, όχι όσοι επενδύουν, όσοι αγοράζουν γη, όσοι έχουν πάρει μπιρ παρά τον πλούτο της χώρας μας.
Αυτούς τους προσκυνάς, στήνεσαι όρθιος για να τους δεις και να βγάλεις μια φωτογραφία μαζί τους.
Αποζητάς λίγη από την αίγλη τους για να νιώσεις σημαντικός μέσα από την προσωπικότητά τους.
Και μόλις τελειώσεις με τις φωτογραφίες, πας και κλωτσάς τον άστεγο πιο πέρα.
Τον σπρώχνεις να σηκωθεί ή φωνάζεις την αστυνομία να τον μαζέψει.
Δεν θέλεις να τον βλέπεις, επειδή θυμάσαι πως φέρνεις πιο πολύ με αυτόν παρά με εκείνον που φωτογραφιζόσουν προηγουμένως.
«Είσαι μικρός και θέλεις να παραμείνεις μικρός».
Βλέπεις την αστυνομία να μπουκάρει σε μπαρ, καφενεία, σινεμά και πανεπιστήμια και το θεωρείς φυσιολογικό.
Μιλάς για κανονικότητα και πρόοδο και ονειρεύεσαι μια κοινωνία γεμάτη συρματοπλέγματα και περιορισμούς.
Κρύβεσαι πίσω από μια ψευδεπίγραφη ευνομία και ρητορεύεις υπέρ της.
Τώρα τελευταία έχεις αρχίσει να φοράς πιο συχνά και κουκούλα και να δείχνεις με το δάκτυλο προτεταμένο κάθε άνθρωπο που θεωρείς με κάποιο τρόπο απροσάρμοστο στις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου.
ΜΑΤ και κλούβες, δεν έχει πιο αγαπημένα από αυτά, φασιστοανθρωπάκο…
«Έτσι κραυγάζεις, ανθρωπάκο, όταν κάποιος σου υπενθυμίζει την ψυχική σου δυσκοιλιότητα. Δεν θέλεις να τ’ ακούσεις, δεν θέλεις να το μάθεις, θέλεις να φωνάζεις, ζήτω!»
Παρακολουθείς τις ζωές των άλλων, κάνοντας like και σχόλια, και αισθάνεσαι σημαντικός. Πίσω από την οθόνη της ανωνυμίας και της υποκρισίας, βγάζεις μίσος και χολή.
Φοβάσαι να βγεις έξω. Να συναντήσεις άλλους με τα ίδια προβλήματα με εσένα. Νομίζεις πως έτσι προστατεύεσαι, πως απαλύνεις τον πόνο.
Μα κάνεις λάθος. Ο πόνος σου γιγαντώνεται, όπως γιγαντώνεται το μίσος σου, ένα μίσος παροξυσμικό μα κυρίως θρασύδειλο.
«Θέλεις να μάθεις τι είσαι ανθρωπάκο; Άκου στο ραδιόφωνο τις διαφημίσεις των καθαρτικών, της οδοντόκρεμας, των αποσμητικών».
Αλλά όχι, ξέχασα, εσύ δεν είσαι έτσι. Είσαι διαφορετικός. Γιατί; Επειδή έτσι…
Δεν έχεις κάτι άλλο να πεις. Απλώς έπεισες τον εαυτό σου πως δεν μπορεί να είσαι σαν τους άλλους.
Αυτοπροσδιορίσου, λοιπόν, όπως θέλεις, αλλά να ξέρεις καλά πως ορισμένοι δεν ξεγελιούνται από τα βαρύγδουπα λόγια σου ούτε φοβούνται τις αγριοφωνάρες σου.
Ξέρουμε πλέον τι είσαι…
«Είσαι κτηνώδης κάτω από τη μάσκα της κοινωνικότητας και της φιλίας».
Είσαι μια κουκίδα μέσα στον ανθρώπινο χάρτη, αλλά παρόλα αυτά έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου.
Νομίζεις πως όλα γυρίζουν γύρω από εσένα, κάνεις τον καμπόσο και κοκορεύεσαι για τη δύναμή σου.
Δεν έχεις, όμως, δύναμη. Άθυρμα στα χέρια των κυβερνώντων, το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να κατασκευάζεις εχθρούς.
Πάντα βολικούς και εύκολους, όπως οι μετανάστες, οι κατατρεγμένοι, αυτοί που δεν μπορούν να σταθούν καν στα πόδια τους για να σε αντιμετωπίσουν.
Αυτούς πολεμάς και μάλιστα πισώπλατα. Χωρίς να ντρέπεσαι, χωρίς να σκύβεις το κεφάλι, προσπαθώντας απλώς να καλύψεις το υπερτροφικό σου εγώ και τη ματαιοδοξία σου.
«Νομίζεις ότι η ελευθερία σου διασφαλίζεται όταν στήνεις ανθρώπους στον τοίχο. Επιτέλους, στήσε τον εαυτό σου μπροστά σε ένα καθρέφτη!»
Στήνεις μπάρμπεκιου έξω από εκεί που μένουν, αλλά δεν τολμάς να μας πεις αν θα διάλεγες ποτέ να μείνεις με τις δικές τους τις συνθήκες.
Διαδηλώνεις για να φύγουν, εσύ που δεν διαδήλωσες ποτέ για να φύγουν οι πραγματικοί εισβολείς, αυτοί που σου κατέστρεψαν τη ζωή και σε ταπεινώνουν καθημερινά, βυθίζοντάς σε στην εξαθλίωση.
Μια εξαθλίωση που γίνεται με σύγχρονους όρους, με μέσα προηγμένα, που κυκλοφορεί με φτιασίδια στους δρόμους και νομίζεις πως μοιάζει με πρόοδο.
Τα μάτια σου είναι βουρκωμένα, φασιστοανθρωπάκο, γι’ αυτό και αναπαράγουν διαρκώς τον βούρκο…
«Κόφτο, ανθρωπάκο. Είσαι και θα είσαι αιώνια ο μετανάστης. Τυχαία βρέθηκες σ’ αυτό τον κόσμο και σιωπηλά θα τον αφήσεις».
Σου πήρε καιρό να διώξεις τους ναζί από τη Βουλή, μα θα σου πάρει ακόμα περισσότερο καιρό να ξεμπερδεύεις με τη λογική των ναζί.
Γελάς και χαχανίζεις διατυμπανίζοντας πως οι υπόλοιποι βλέπουν φασίστες εκεί που δεν υπάρχουν.
Λες «πρώτα οι Έλληνες» και κάνεις τα θελήματα εκείνων που σου πετούν ένα ξεροκόμματο να γλύφεις για να σε συντηρούν στη δούλεψή τους.
«Η αγάπη, η δουλειά και η γνώση δεν έχουν πατρίδα, δεν ξέρουν τελωνειακούς σταθμούς και δεν φοράνε στρατιωτικές στολές. Είναι διεθνείς και αγκαλιάζουν όλη την ανθρωπότητα».
Σχεδόν σαν το κεφάλαιο, φασιστοανθρωπάκο. Σχεδόν…
Αφού το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, ακριβώς επειδή φοράει στρατιωτικές στολές. Και αμπέχωνα. Και κελεμπίες και κιμονό, αν πρόκειται να αυξήσει τα κέρδη του.
Μη γελάς…
Σκέψου καλύτερα πόσες φορές τα φόρεσες και θα τα ξαναφορέσεις για να πας σε νέες «Κορέες» και σε νέα «Βιετνάμ» και όπου αλλού σε διατάξουν.
Μάτωσες σε πολέμους και θα ματώσεις ξανά στο μέλλον, φασιστοανθρωπάκο…
«Δεν θέλεις να γίνεις αετός, ανθρωπάκο και γι’ αυτό κατασπαράζεσαι από τα όρνια».
Σου αρέσει ο χειμώνας, γιατί σκέφτεσαι τους πρόσφυγες μέσα σε σκηνές γεμάτες από χιόνι, φαντάζεσαι παιδιά που τουρτουρίζουν μέσα στο κρύο, που αφήνουν την τελευταία τους πνοή κατάχαμα.
Και λες «ένας λιγότερος»…
Σου αρέσει ο χειμώνας, επειδή δεν θέλεις να θυμάσαι το καλοκαίρι που δεν πήγες πουθενά διακοπές, που δεν είχες λεφτά ούτε για βενζίνη.
Αλλά ήξερες να το παίζεις μάγκας, να μιλάς με ύφος χιλίων καρδιναλίων και να έχεις άποψη για όλα. Δεν σε πείραζαν οι ξένοι το καλοκαίρι στα νησιά.
Δεν σε πείραζε που καθόσουν σε ελληνική ταβέρνα και δεν άκουγες πουθενά τριγύρω να μιλάνε τη γλώσσα σου, που κολυμπούσες σε ελληνικές παραλίες και έβλεπες γύρω σου ανθρώπους από άλλες χώρες.
Ήταν ευυπόληπτοι αυτοί οι ξένοι, φασιστοανθρωπάκο. Σωστά;
Είχαν λεφτά, money, παραδάκι, πώς το λένε;
«Δεν με νοιάζει για σένα ανθρωπάκο. Αλλά όταν σκέπτομαι τα νεογέννητα παιδιά σου, πως τα βασανίζεις για να τα φτιάξεις κανονικούς ανθρώπους σαν κι εσένα».
Ήσουν, είσαι και θα είσαι σκάρτος.
Εθελόδουλος, καιροσκόπος και οπορτουνιστής.
Από τη μία μεριά διαμαρτύρεσαι πως δεν έχεις λεφτά για να βάλεις πετρέλαιο να ζεσταθείς και από την άλλη φωνάζεις πως φταίνε τα επιδόματα για την καταστροφή της χώρας.
«Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», οι ιερές αγελάδες σου, αλίμονο αν σου πει κάποιος κάτι γι’ αυτές.
Τι σημασία έχει που είσαι σφουγκοκωλάριος της αστική τάξης, που βλέπεις τα παιδιά σου να μεταναστεύουν σε ξένες πολιτείες αναζητώντας την ελπίδα; Αυτά έρχονται και παρέρχονται, λες.
Κάνεις τον σταυρό σου ευλαβικά, κλείνεσαι στο σπίτι σου, ασφαλίζεις πόρτες και παράθυρα και αδιαφορείς για τον διπλανό σου.
Τι με νοιάζουν οι πόλεμοι και η φτώχεια των άλλων;
Έτσι σκέφτεσαι. Μικρόψυχα, ποταπά, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις το αλληλένδετο του πράγματος, την αλυσίδα που ενώνεις χώρες, λαούς και πολιτείες.
«Ξέρω ότι αυτό που ονομάζεις Θεό υπάρχει, αλλά όχι όπως τον φαντάζεσαι: Υπάρχει σαν βασική κοσμική ενέργεια στο σύμπαν, σαν αγάπη στο σώμα σου, σαν τιμιότητα και σαν αίσθηση της φύσης μέσα σου και γύρω σου».
Γι’ αυτό και σου λέω πως αργά ή γρήγορα θα εκλείψεις, θα πάψεις να υπάρχεις, θα σε αποβάλλει η ίδια η κοινωνία.
Και αυτοί που σήμερα σε χειροκροτούν και σε υποθάλπουν, θα έρθουν μαζί σου.
Είναι υπόσχεση και όρκος μαζί.
Ούτε εσείς, ούτε οι ιδέες σας, φασιστοανθρωπάκια…
«Έφτασα στο τέλος της κουβέντας μου με σένα, Ανθρωπάκο. Υπήρχαν πολλά ακόμα να σου πω. Μα αν διάβασες ετούτα τα λόγια προσεκτικά και τίμια, θ’ αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σαν Ανθρωπάκο και σ’ άλλες περιπτώσεις που δεν σου ανέφερα. Γιατί πάντα η ίδια χαρακτηριστική ιδιότητα υπάρχει στις μικρές πράξεις και σκέψεις σου».
Σημειώσεις:
[1]. Τα αποσπάσματα στο κείμενο προέρχονται από το βιβλίο «Άκου, ανθρωπάκο!» του Βίλχελμ Ράιχ (Εκδόσεις Αποσπερίτης, 1983).
[2]. Όλες οι φωτογραφίες μέσα στο κείμενο είναι του βραβευμένου με Πούλιτζερ φωτογράφου, Γιάννη Μπεχράκη, που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 2 Μαρτίου του 2019.
Πηγή: Κατιούσα