Η «άγνωστη» επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας – Μέρος 26ο
Οι Μορφές Εκδήλωσης της Βασικής Αντίθεσης στο Μηχανισμό των Οικονομικών Κρίσεων
• Η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική οργάνωση της παραγωγής στα χωριστά εργοστάσια και στην αναρχία της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα.
• Η αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης.
• Η αντίθεση ανάμεσα στο σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
• Η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της.
Συνέχεια από το 25ο Μέρος
Μια από τις σπουδαιότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής οικονομικής αντίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική οργάνωση της παραγωγής στα χωριστά εργοστάσια και στην αναρχία της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα.
Είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του νόμου του συναγωνισμού και της αναρχίας της παραγωγής στις συνθήκες του καπιταλισμού.
«Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση παρουσιάζεται εδώ σαν αντίθεση ανάμεσα στην τάξη και την οργάνωση της παραγωγής, που επικρατεί στο μεμονωμένο εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής, που επικρατεί στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής».[1]
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και να παίρνει τις αντίστοιχες διαστάσεις η αναρχία της παραγωγής.
Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς:
«Το κύριο μέσον, το βασικό όργανο με το οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μεγάλωνε την αναρχία αυτή μέσα στην κοινωνική παραγωγή, ήταν κάτι το αντίθετο ακριβώς από την αναρχία: Ηταν η τάξη, η ολοένα αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής, η οργάνωση σε γενική κλίμακα σε κάθε ξεχωριστό τομέα της παραγωγής».[2]
Η ανάπτυξη του διεθνούς και εσωτερικού (εθνικού) καταμερισμού εργασίας, η πλατιά ειδίκευση και η συνεταιριστικοποίηση της παραγωγής συνδέουν τις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ολόκληρους κλάδους και την οικονομία, στο σύνολό της, σε μια ενιαία οικονομική δραστηριότητα,
η οποία μπορεί να λειτουργεί και να αναπτύσσεται μόνο πάνω στη βάση των καθορισμένων ορίων και της τήρησης των αντικειμενικών αναλογιών, μεταξύ των διαφόρων κλάδων,μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής ειδών κατανάλωσης, μεταξύ της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της λειτουργίας του, ως κεφάλαιο, σε επόμενο κύκλο παραγωγής.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτές οι αναλογίες συνεχώς παραβιάζονται, δεν τηρούνται κατά κανόνα οι αναγκαίες αναλογίες ανάμεσα στις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις της κοινωνικής παραγωγής:
Ι. Παραγωγή μέσων παραγωγής,
II. Παραγωγή ειδών κατανάλωσης, ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής των διαφόρων προϊόντων.
Εξετάζοντας διαχρονικά την ανάπτυξη του καπιταλιστικού προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής, ο Μαρξ διαπίστωσε ότι ο καπιταλισμός, σαν ανταγωνιστικό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, περνά κατά καιρούς περιόδους ανόδου και πτώσης.
Γι’ αυτό την καπιταλιστική οικονομία τη χαρακτηρίζει ο κυκλικός χαρακτήρας της ανάπτυξης και το αναπόφευκτο των περιοδικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής.
Η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ο συναγωνισμός αποκλείουν εξ αντικειμένου τον προγραμματισμό της εργασίας όλων των επιχειρήσεων σε εθνική κλίμακα.
Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο στις συνθήκες του καπιταλισμού κανείς δε γνωρίζει προκαταβολικά ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και σε τι ποσότητα.
Οι συνέπειες από αυτήν την κατάσταση είναι η συνεχής παραβίαση των αναγκαίων αναλογιών του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής.
Να γιατί, σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν:
«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί ν’ αναπτύσσεται διαφορετικά, παρά με άλματα, δύο βήματα μπρος και ένα βήμα (και κάποτε και ολόκληρα δύο) πίσω».[3]
Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού είναι η αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού είναι ο νόμος της υπεραξίας. Το κίνητρο και η κινητήρια δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το μονοπωλιακά υψηλό κέρδος.
Οι κεφαλαιοκράτες, κυνηγώντας το κέρδος, επιδιώκουν (ο καθένας για τον εαυτό του) να αυξήσουν την παραγωγή και να ρίξουν μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων στην αγορά.
Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους αυτή να αυξήσουν τα κέρδη τους, συμπιέζουν τους μισθούς και τα ημερομίσθια όσο γίνεται πιο πολύ και περιορίζουν έτσι τελικά την αγοραστική ικανότητα των πλατιών λαϊκών μαζών.
Η κατάσταση των εργαζομένων επιδεινώνεται. Δεν μπορούν, τελικά, ν’ αγοράσουν τα εμπορεύματα που οι ίδιοι έχουν παράγει.
Η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται τόσο, που δεν μπορεί να απορροφήσει τη διευρυνόμενη παραγωγή.
Για τον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η τεράστια αύξηση της παραγωγής δε συνοδεύεται κατά κανόνα καθόλου με την αντίστοιχη αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης.
Η «άγνωστη» επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας – Μέρος 26ο
Ο Μαρξ, ερευνώντας τους νόμους εξέλιξης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπογραμμίζει:
«Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Οχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας.
Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται μόνο μέσα σε λίγο – πολύ στενά όρια.
Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και της παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα.
Αυτό είναι νόμος για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, υπαγορευμένος από τις διαρκείς επαναστάσεις στις ίδιες τις μεθόδους παραγωγής, από τη συνδεδεμένη μ’ αυτές υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, από τη γενική πάλη του συναγωνισμού και από την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και επέκτασης της κλίμακάς της, απλώς σαν μέσο συντήρησης και επί ποινή αφανισμού.
Γι’ αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν αποκτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι.
Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής. Όσο περισσότερο, όμως, αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης».[4]
Επομένως, η αγοραστική ικανότητα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας καθορίζεται από τις ιδιάζουσες σ’ αυτήν ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις διανομής.
«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων –υπογραμμίζει ο Μαρξ– παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών».[5]
Μια τρίτη μορφή εμφάνισης είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κυνήγι της μεγαλύτερης υπεραξίας υποχρεώνει τους καπιταλιστές να τελειοποιούν την τεχνική και την τεχνολογία για την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους της, για την αποκόμιση υψηλότερου ποσοστού και μεγαλύτερης μάζας του κέρδους.
Η αύξηση, όμως, της τεχνικής και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, σε τελευταία ανάλυση, οδηγεί στην πτώση του ποσοστού κέρδους.
Όμως, όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ:
«Ενα ορισμένο ύψος του ποσοστού του κέρδους είναι που αποφασίζει σχετικά με την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής, αντί να αποφασίζει η σχέση της παραγωγής προς τις κοινωνικές ανάγκες, προς τις ανάγκες κοινωνικά αναπτυγμένων ανθρώπων.
Γι’ αυτό μπαίνουν όρια στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ήδη, σε έναν τέτοιο βαθμό επέκτασης της παραγωγής, που αντίθετα, κάτω από την άλλη προϋπόθεση, θα φαινόταν πάρα πολύ ανεπαρκής.
Η παραγωγή σταματάει, όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίηση του».[6]
Η πτώση, επομένως, του ποσοστού κέρδους έχει σαν συνέπεια τη συγκράτηση της παραγωγής και τον περιορισμό της ζήτησης συμπληρωματικών μέσων παραγωγής.
Ετσι, στο τέλος, φαίνεται ότι στην κοινωνία έχουν παραχθεί περισσότερα μέσα παραγωγής, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Αυτή η υπερπαραγωγή, όμως, των μέσων παραγωγής δεν είναι απόλυτη.
Είναι υπερπαραγωγή μόνο εφόσον και στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής είναι και λειτουργούν σαν κεφάλαιο και σαν τέτοιο πρέπει να αυτοαυξάνεται, δηλαδή να φέρνει υπεραξία.
«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαύξησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών.
Τα όρια μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι’ αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μεθόδους παραγωγής,
που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας».[7]
Συνεπώς, ο σκοπός του κεφαλαίου βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση με τα μέσα και τους τρόπους για την επίτευξή του.
«Το μέσο –απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας– έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου.
Αν, λοιπόν, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ’ αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής».[8]
Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.
Οξύνεται η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης.
Το προλεταριάτο είναι η τάξη που παράγει τα υλικά αγαθά της κοινωνίας, ενώ η αστική τάξη είναι η τάξη που τα ιδιοποιείται.
Η ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δείχνει ότι σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, κατά κανόνα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση του μισθού εργασίας.
Η σειρά ολοκληρώνεται με το 27ο Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 404.
[2]. Στο ίδιο, σελ. 403.
[3]. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 5, σελ. 83
[4]. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 309-310.
[5]. Στο ίδιο, σελ. 610.
[6]. Στο ίδιο, σελ. 327.
[7]. Στο ίδιο, 316.
[8]. Στο ίδιο.
Πηγή: Ριζοσπάστης