100 χρόνια από την ελληνική επέμβαση στην Ουκρανία (Μέρος Α’)
Η ελληνική στρατιωτική συμμετοχή και η δράση των Ελλήνων κομμουνιστών στο πλευρό των μπολσεβίκων
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 100 χρόνια (Γενάρης – Μάης 1919), από την επέμβαση 14 κρατών ενάντια στη Σοβιετική σοσιαλιστική Ρωσία, με σκοπό την ανατροπή της νεοσύστατης σοβιετικής εξουσίας.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε συγκλονίσει τον κόσμο κι αποτέλούσε παράδειγμα για την εργατική τάξη όλου του κόσμου, έτσι οι ιμπεριαλιστές συνασπίστηκαν για να την καταπνίξουν.
Η Ελλάδα συμμετείχε με το Α’ Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τρεις μεραρχίες, με 23.351 στρατιώτες. Ο Ελληνικός Στρατός άφησε στα πεδία των μαχών 141 νεκρούς.
Στα απομνημονεύματά του, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, διοικητής του εκστρατευτικού σώματος, γράφει ότι στο Παρίσι το Νοέμβρη του 1918, οι ιμπεριαλιστές οργάνωσαν την επέμβαση στην Ουκρανία και τα ανταλλάγματα από αυτήν.
Η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου είχε συμμετοχή σε όλα αυτά.
Στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους ιμπεριαλιστές, για τα ανταλλάγματα της Ελλάδας από τη συμμετοχή της, ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσώ δήλωσε:
«Η Γαλλία θα λάβη πρωτοβουλίαν επί εδαφικής επεκτάσεως της Ελλάδος εις Θράκην και ότι εκθύμως θα υποστηρίξη αύτη πάσαν υπέρ της Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης, αν προταθή υπό της Αγγλίας ή της Αμερικής».
Ο Ελ. Βενιζέλος ευρισκόμενος στο Λονδίνο απάντησε ως εξής:
«Παρακαλώ δηλώσατε Πρωθυπουργώ και Υπουργώ Εξωτερικών (Γαλλίας) ότι ο ελληνικός στρατός είνε εις την διάθεσίν των και δύναται να χρησιμοποιηθή διά κοινόν αγώνα πανταχού όπου αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία».
Η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου είχε συνδέσει τη συμμετοχή της στην επέμβαση στην Ουκρανία με την επίτευξη «εθνικών στόχων», προβάλλοντας το σύνθημα:
«Ο δρόμος για την Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία».[1]
Τόσο με τη συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στο πλευρό της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και με τη συμμετοχή του στην ουκρανική εκστρατεία, ο Βενιζέλος επεδίωκε το «δέσιμο» της συμμαχίας με τις άλλες αστικές δυνάμεις ενόψει της ελληνικής εκστρατείας στη Μ. Ασία.
Έτσι, την περίοδο Γενάρη – Μάη 1919, ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε να παίρνει μέρος στην ουκρανική εκστρατεία για τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης.
Κι αμέσως μετά ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη (2/15 Μάη 1919).
Στέλνοντας τον Ελληνικό Στρατό στην επαναστατημένη Ουκρανία, η ελληνική αστική τάξη:
«Δεν μπορούσε βέβαια να πει στους Ελληνες φαντάρους ότι πρέπει να σκοτωθούν και να σκοτώσουν τους Ρώσους αδερφούς τους, γιατί το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο έχει απόλυτη ανάγκη από το Βιλαέτι της Σμύρνης και γιατί οι διωγμένοι γραικοί έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι και σπεκουλιάντες της Νότιας Ρωσίας έπρεπε να ξανακαθίσουν στο σβέρκο του εργαζόμενου λαού».[2]
Τους παραμύθιαζαν λοιπόν πως είχαν «ιερό καθήκον» να συνδράμουν την ομόδοξη Ρωσία στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας «νομιμότητας», να «σώσουν» τους ομογενείς – και τον «πολιτισμένο κόσμο» γενικότερα – από τη «βαρβαρότητα των μπολσεβίκων» κ.ο.κ.
Ο «εκπολιτιστικός» χαρακτήρας της ουκρανικής εκστρατείας δεν άργησε να φανεί στην πράξη.
Τα ελληνικά στρατεύματα χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα για τη «συνέτιση» – καταστολή των ντόπιων εργαζομένων αλλά και των «απείθαρχων» Γάλλων συμπολεμιστών τους.
Το σοβαρότερο περιστατικό συνέβη στη Σεβαστούπολη, όταν ο Ελληνικός Στρατός άνοιξε πυρ κατά των ντόπιων εργατών και Γάλλων ναυτών που διαδήλωναν μαζί υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και κατά της επέμβασης.[3]
Δώδεκα ναύτες και έξι εργάτες έπεσαν νεκροί, προκαλώντας τη μήνη και κατακραυγή μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού αλλά και του γαλλικού στόλου, όπου φούσκωνε το ρεύμα υπέρ της Επανάστασης.
Πολλά πλοία μάλιστα θα σηκώσουν αργότερα κόκκινη σημαία, αναγκάζοντας τη γαλλική αστική κυβέρνηση να αποσύρει – μη εμπιστευόμενη πλέον – τα στρατεύματά της συνολικά από τη Νότια Ουκρανία.
100 χρόνια από την ελληνική επέμβαση στην Ουκρανία – Η διεθνιστική στάση του ΣΕΚΕ – ΚΚΕ
Πριν ακόμα από την πραγματοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ-ΚΚΕ), τάχθηκε εναντίον της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού.
Στις 29 Νοέμβρη (12 Δεκέμβρη) 1918, ο βουλευτής του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) Αρ. Σίδερις, τοποθετούμενος στο πλαίσιο σχετικής Επερώτησής του στη Βουλή, τόνιζε πως δεν έπρεπε:
«…να αναμιχθώμεν εις τα εσωτερικά άλλου λαού» και υποστήριξε πως ο πραγματικός στόχος της ουκρανικής εκστρατείας ήταν η «υποστήριξις των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με οικονομικά χρηματιστικά συμφέροντα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του είπε:
«Εγώ, όμως δεν δύναμαι να ακολουθήσω εις τούτο την πλειοψηφίαν και δηλώ ότι διαμαρτύρομαι κατά της εκστρατείας αυτής, διότι την ευρίσκω και άδικον και ασύμφορον προς το συμφέρον του Κράτους και του Έθνους».[4]
Στις 2/15 Γενάρη 1919, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον στρατηγό Κ. Νίδερ, ξεκίνησε για την Ουκρανία.
Τα πρώτα τμήματά του αποβιβάστηκαν στην Οδησσό της «Μεσημβρινής Ρωσίας» (Ουκρανίας), στις 7/20 Γενάρη 1919.
«Η συνολική δύναμη του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος που αποφασίστηκε να σταλεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία ανερχόταν σε 35 χιλιάδες άνδρες, όμως δεν πρόλαβαν να μεταφερθούν και να πάρουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις παρά 23.351 στρατιώτες και αξιωματικοί».[5]
Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του Σώματος είχαν επιλεχθεί αυστηρά, ενώ είχαν καταταχθεί και εθελοντές απ’ όλες τις μονάδες του Ελληνικού Στρατού.
Ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ότι οι αξιωματικοί που επιλέγονταν έπρεπε να είναι αφοσιωμένοι στο βενιζελικό κόμμα:
«…με εμπιστευτική εγκύκλιο ρωτήθηκαν ορισμένοι αξιωματικοί αν θέλουν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Οι πρώτοι που δήλωσαν πως θέλουν να πάρουν μέρος ήταν ο Γ. Κονδύλης, ο Ν. Πλαστήρας και ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης».[6]
Επίσης, είχε γίνει και ανάλογη ιδεολογική «κατήχηση» ενάντια στους μπολσεβίκους. Η προπαγάνδα συνεχιζόταν φυσικά και στο ρωσικό έδαφος.
Ο αρχιμανδρίτης Φωστίνης, που ακολουθούσε τα ελληνικά στρατεύματα:
«Γύριζε από τάγμα σε τάγμα και από λόχο σε λόχο, βγάζοντας πύρινους λόγους ενάντια στους μπολσεβίκους και καλώντας τους στρατιώτες να μη στασιάσουν».[7]
Η απόβαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος έγινε χωρίς να συναντήσει αντίσταση.
Όταν όμως προχώρησαν προς το εσωτερικό για να καταλάβουν τις θέσεις που θα γίνονταν βάσεις για τις επιχειρήσεις τους ενάντια στους μπολσεβίκους, οι Έλληνες στρατιώτες συνάντησαν μεγάλη αντίσταση.
Ο μπολσεβίκος Αταμάνος Γριγόριεφ επιτέθηκε με τις δυνάμεις του και ανάγκασε το ελληνικό σώμα να υποχωρήσει.
Επίσης συνέταξε προκηρύξεις για να μοιραστούν στον Ελληνικό Στρατό, που ανάμεσα σε άλλα ανέφεραν:
«Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες! Δεν γνωρίζομε να εγένετο καμία εχθρική πράξη εκ μέρους του ρωσικού λαού εναντίον της χώρας σας […] ο ρωσικός λαός εξηγέρθη κατά των τυράννων του και όχι μόνο ανέτρεψε το δεσποτικό μοναρχικό καθεστώς του τσάρου, αλλά και ίδρυσε νέα πολιτεία στηριζομένη όχι μόνο στην πολιτική ισότητα, αλλά και στην κοινωνική και οικονομική.
Λυπούμεθα, λοιπόν, διότι σας βλέπουμε παρά το πλευρόν των Γάλλων κεφαλαιοκρατών και ιμπεριαλιστών […] σας προειδοποιούμε ότι αν πολεμήσετε εναντίον μας, θα είναι σκληρή η τιμωρία σας».[8]
Η εξέλιξη των μαχών δημιούργησε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ψυχολογία ηττοπάθειας και τρόμου.
Είναι αξιοσημείωτη η μαρτυρία Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κάθε άλλο παρά είχε σχέση με τους μπολσεβίκους και την κομμουνιστική ιδεολογία.
Έγραψε στο ημερολόγιό του το εξής περιστατικό, που συνέβη με συνάδελφό του, ο οποίος είπε σε στρατιώτες:
«Πού πηγαίνετε βρε αδέλφια, καλύτερα μην πάτε στο μέτωπο γιατί οι μπολσεβίκοι είναι πάρα πολλοί και είμαστε και είσαστε χαμένοι. Τότε ο διοικητής μας οργισμένος βγάζει το περίστροφό του και σκότωσε το παλληκάρι μπροστά στα μάτια όλων μας. Κρίμα. Αυτός είναι ο Γεώργιος Κονδύλης».[9]
Η ζύμωση στους φαντάρους
Ταυτόχρονα, η επίδραση του μπολσεβικισμού έφτασε και σε Ελληνες στρατιώτες. Σε αυτό καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι έλληνες κομμουνιστές της επαναστατημένης Ρωσίας.
Σχεδόν σε όλες τις περιοχές που είχαν συμπαγές ελληνικό στοιχείο – Νότια Ουκρανία, Καύκασος – είχαν συγκροτηθεί ελληνικά τμήματα του Κόμματος των Μπολσεβίκων.[10]
Όπως και στην υπόλοιπη Ρωσία, οι Έλληνες κομμουνιστές ήταν οργανωμένοι είτε στις (συνήθως πολυεθνικές) Κομματικές Οργανώσεις των Μπολσεβίκων, είτε στα «εθνικά τμήματα» του κόμματος που συγκροτήθηκαν σε μια πορεία.
Πολλοί κομμουνιστές και πρωτοπόροι αγωνιστές έλαβαν μέρος στην ένοπλη πάλη, είτε πολεμώντας μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, είτε δρώντας μέσα από τις παράνομες ένοπλες οργανώσεις των μπολσεβίκων στις πόλεις.
Στο πλαίσιο της ειδικής δουλειάς που απαιτούνταν στις γραμμές των ξένων στρατευμάτων, τα οποία είχαν σταλεί να καταπνίξουν την Επανάσταση, συγκροτήθηκαν από τον Δεκέμβρη του 1918 μια σειρά από «Επιτροπές Διαφώτισης» των ξένων στρατιωτών.
Στην Οδησσό η σχετική Επιτροπή διέθετε 10 επιμέρους «εθνικά» τμήματα.[11]
Η ζύμωση στους φαντάρους γινόταν με διάφορους τρόπους, είτε με άμεση επαφή (όπου αυτό ήταν δυνατό) είτε με τη διακίνηση προκηρύξεων στις οποίες γράφονταν μεταξύ άλλων:
«Με ποιους είστε: Με τους εργάτες ή με τους καπιταλιστές; Αν είστε εργάτες, οφείλετε να είστε μαζί μας, γιατί κι εμείς είμαστε εργάτες. Πολεμάμε για να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο… για να ξυπνήσουμε τους εργαζόμενους όλης της Γης, να καταργήσουμε τους στρατούς και τους πολέμους… για ένα καλύτερο μέλλον, δικό σας και των παιδιών σας!»
Αντίστοιχα, σημαντική ήταν η διαφωτιστική δουλειά που γινόταν με τον επαναστατικό Τύπο.
Η εφημερίδα «Κομμουνιστής», η οποία τυπωνόταν και στα Ελληνικά, εκδιδόταν κάθε 10 μέρες σε 5 – 10 χιλιάδες αντίτυπα, ενώ σύμφωνα με τον αντεπαναστάτη στρατηγό Σούλγκιν, βρισκόταν:
«Σε κάθε γωνιά της Οδησσού».[12]
Στη Σεβαστούπολη:
«Δύο Ελληνες μπολσεβίκοι, οι Βάσσια Πασσάς και Φέντια Αλούρδος, ανέλαβαν να κοινωνήσουν στους συμπατριώτες τους του εκστρατευτικού σώματος επαναστατικές ιδέες μέσω προκηρύξεων. Επιπλέον, αρκετοί απλοί κάτοικοι ήρθαν σε επικοινωνία με τις ελληνικές μονάδες και κατάφεραν να τους πείσουν να αλλάξουν στρατόπεδο».
Τον Απρίλη, μάλιστα:
«Εμφανίστηκαν στην επαναστατική επιτροπή της Σεβαστούπολης πενήντα Ελληνες του εκστρατευτικού σώματος οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία τους να προσχωρήσουν στον Κόκκινο Στρατό».[13]
Στη Σεβαστούπολη είχε έρθει σε επαφή με την Κόκκινη Φρουρά της πόλης και ένας Έλληνας ναύτης, ο οποίος τους προσέγγισε αρχικά σφυρίζοντας τη «Διεθνή», στέλνοντας μάλιστα και σχετική ανταπόκριση στον «Ριζοσπάστη» (23 Γενάρη 1919).
Ολοκληρώνεται με το Β’ Μέρος
Σημειώσεις:
[1]. Κώστας Αυγητίδης: «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1999, σελ. 106.
[2]. «Ριζοσπάστης», 18/7/1935.
[3]. Αντρέ Μαρτί: «Το έπος της Μαύρης Θάλασσας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013.
[4]. «Ριζοσπάστης», 17-11-1978.
[5]. Κώστας Αυγητίδης: «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999, σελ. 135.
[6]. Γιάννης Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 521.
[7]. Ορφέας Οικονομίδης: «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Έλληνες φαντάροι»: «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56.
[8]. Γιάννης Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 520-521.
[9]. Χρήστος Καραγιάννης: «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918-1922», εκδ. «Απόστολος Αποστολόπουλος», Αθήνα, 1976, σελ. 51.
[10]. Αναστάσης Γκίκας: «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2007, σελ. 32-40.
[11]. Κώστας Αυγητίδης: «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999, σελ. 254-255.
[12]. Στο ίδιο, σελ. 238-239, 241, 244.
[13]. Δημήτρης Καταϊφτσής: «Έλληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918-1921)», στο «Ιστορικά Θέματα», τ.119, σελ. 75.
Πηγή: Ριζοσπάστης