Μάνος Δούκας: Ενας λαϊκός διανοούμενος – Ενας χρόνος χωρίς τον Μάνο
Λέει ο ποιητής/στιχουργός (όχι ο Βαγγέλης) πως αν ήσουν παρών σε όλα όσα έπρεπε να είσαι σε αυτόν τον κόσμο, τότε δε θα λείψεις ποτέ.
Κι ο Μάνος έβρισκε χρόνο και ήταν παρών σε όλα. Για αυτό μας λείπει λίγο παραπάνω, γιατί είχαμε συνηθίσει να τον βρίσκουμε παντού.
Παρών σε όλες τις κινητοποιήσεις, σε δράσεις–συσκέψεις των εκπαιδευτικών, για την Παλαιστίνη ή για το αγαπημένο του νησί, στις εκδηλώσεις που του κέντριζαν την «περιέργεια» –και ήταν αστείρευτος, με δίψα να τα δει και να τα μάθει όλα–, στα μαθήματα στο Στέκι, σε εκδρομές και λαϊκά προσκυνήματα, στο θέατρο ή το σινεμά –ιδίως αν είχαν πολιτικό ενδιαφέρον– σε εκθέσεις και μουσεία.
Και όλα αυτά μπορούσε να τα χωρέσει σε ένα 24ωρο, γράφοντας και κάνα δυο κείμενα με τις εντυπώσεις του, σαν ανταποκριτής.
Δύσκολα θα έβρισκες άλλον άνθρωπο να κάνει πράξη το σύνθημα «άδραξε τη μέρα», όπως το έκανε αυτός. Βαριόταν θανάσιμα την απραξία και ζούσε κάθε μέρα γεμάτα, σα να ήταν η τελευταία, έχοντας μέσα του τη νιότη του κόσμου.
Ο Μάνος ανήκε στο σπάνιο είδος του λαϊκού διανοούμενου, χωρίς κόκκο λαϊκισμού ή διανοουμενισμού.
Γνήσια λαϊκός και μαζικότατο στοιχείο, είχε -χωρίς να το επιδιώκει– παντού και σε όλους τους χώρους γνωστούς, ανθρώπους που τον εκτιμούσαν και τον σταματούσαν να του μιλήσουν, ευήκοα ώτα να προσέξουν τι θα τους πει -και ήταν, ως συνήθως, εύστοχα και ενδιαφέροντα.
Είχε χαρακτηριστική ευκολία να γράφει κείμενα ακατάπαυστα, να βρίσκει την ουσία στα πιο σύνθετα ζητήματα, να την εξηγεί με τον πιο απλό τρόπο, να παραθέτει σκέψεις και επιχειρήματα και να οπλίζει με αυτά τους αναγνώστες του.
Κι αυτό εξηγεί γιατί όσα έγραφε είχαν τέτοια απήχηση, γίνονταν πραγματικό εργαλείο και γνώριζαν τέτοια διάδοση.
Ο Μάνος ήταν αληθινός δάσκαλος –όχι μόνο με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού. Και το πιο σπουδαίο που μας έδωσε ήταν το μάθημα της σεμνότητας.
Δεν είχε ίχνος έπαρσης και αυτοπροβολής, έσπαγε τον πληθυντικό, το από καθέδρας ύφος, τους τύπους που βαριόταν αφόρητα. Δε μιλούσε ποτέ ως… αυθεντία, «έτσι νομίζω, δεν ξέρω», πρόσθετε συχνά στο τέλος.
Δεν είχε πρόβλημα να «τσαλακωθεί», να αυτοσαρκαστεί, δεν είχε καμία ανάγκη να πουλήσει μούρη και τουπέ, για να σε κερδίσει. Το κατάφερνε κάνοντας ακριβώς το αντίθετο.
Μπορούσες να τον δεις να χαίρεται σαν μαθητούδι που έκανε σκανταλιά, πχ όταν έγραφε κάτι «αιρετικό» που ήξερε πως θα προκαλέσει αντιδράσεις. Να είναι σαν μικρό παιδί που δεν ήξερε –και ρωτούσε τους άλλους– τι φάρμακα πρέπει να πάρει και τι του επιτρέπει η υγεία του να φάει.
Εβρισκε χρόνο για όλα τα άλλα, τα ωραία, μεγάλα και συλλογικά, και δεν του περίσσευε πάντα για τον εαυτό του και ό,τι θεωρούσε πεζό και δευτερεύον.
Τον Μάνο δεν είχαμε ευκαιρία να τον αποχαιρετήσουμε όπως θα θέλαμε, δεν είχαμε χρόνο να χωνέψουμε την απώλειά του.
Στα τελευταία, η πανδημία τον κρατούσε σπίτι (θηρίο στο κλουβί, πες καλύτερα) στις κινητοποιήσεις, και δε μας άφησε περιθώριο ούτε καν για ένα επισκεπτήριο στο νοσοκομείο, όπου έβγαζε τη γλώσσα στον θάνατο, και είχε ακλόνητη πίστη στην επιστήμη, ως το τέλος, παρά τα όσα περνούσε.
Και αν τον ρωτούσε κανείς, πες μας τι άφησες σε αυτή τη γη, η απάντηση θα ήταν: Τα ακριβώς αντίθετα από όσα (δεν) άφησαν οι κυρ-Παντελήδες αυτού του κόσμου.
Μας άφησε ένα βουνό γλυκιές αναμνήσεις, μια σπουδαία κληρονομιά με τα γραπτά του –διαχρονικά και επίκαιρα μέχρι σήμερα– και είναι αυτά ακριβώς που τον φέρνουν κοντά μας σήμερα, αλλά υπογραμμίζουν και την απουσία του.
Πού είναι ένας Μάνος σήμερα να σχολιάσει όσα συμβαίνουν…;
Πηγή: Κατιούσα